Ιησουτόκος

Ιησουτόκος
Ἰησουτόκος, ἡ (Μ)
αυτή που έτεκε τον Ιησού, η Παναγία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Ιησούς + -τόκος (< τόκος < τίκτω), πρβλ. Θεο-τόκος, Χριστο-τόκος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”